παθημα

παθημα
    πάθημα
    -ατος (πᾰ) τό [πάσχω]
    1) страдательное состояние
    

(τῆς ψυχῆς Xen.)

    τὰ περὴ τὸ σῶμα παθήματα Plat. — телесные состояния

    2) страсть, влечение
    

(τοῖς παθήμασιν ὑπηρετεῖν Arst.)

    3) страдание, недуг, боль
    

(παθήματά τε καὴ νοσήματα Plat.)

    τὸ π. τοῦ θανάτου NT. = θάνατος

    4) несчастье, бедствие, горе
    

(παθήματα πάσχειν Soph.; τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε Her.)

    5) событие, происшествие
    

(τὰ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ παθήματα Plat.)

    6) изменение, смена
    

(τὰ τῆς σελήνης παθήματα Arst.)

    7) филос. (преходящее) свойство, признак Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παθημα" в других словарях:

  • πάθημα — that which befalls one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… …   Dictionary of Greek

  • πάθημα — το το κακό και δυσάρεστο που παθαίνει κανείς: Το πάθημα να σου γίνει μάθημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάθημ' — πάθημα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθημάτων — πάθημα that which befalls one neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήμασι — πάθημα that which befalls one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήμασιν — πάθημα that which befalls one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματα — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματε — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματι — πάθημα that which befalls one neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματος — πάθημα that which befalls one neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»